Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το βαθύπεδο

См. также в других словарях:

  • βαθύπεδο — Περιοχή της επιφάνειας της Γης η οποία έχει γενικά πολύ μικρό μέσο υψόμετρο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μικρότερο και από την επιφάνεια της θάλασσας. * * * το 1. βαθιά, χαμηλή πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά 2. πεδιάδα που βρίσκεται λίγο πάνω από την …   Dictionary of Greek

  • βαθύπεδο — το αντίθ. υψίπεδο πεδιάδα που βρίσκεται σε χαμηλότερο υψόμετρο από τη γύρω έκταση ή από την επιφάνεια της θάλασσας: Τα βαθύπεδα του Μισισιπή συχνά κατακλύζονται από τα νερά του ποταμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Τoυρανικό βαθύπεδο — Ερημικό βαθύπεδο της δυτικής σοβιετικής Ασίας, που ορίζεται από την Κασπία Θάλασσα προς τα Δ., από ημιάγονες περιοχές της Κιργισίας προς τα B., από τις ορεινές αλυσίδες της κεντρικής Ασίας προς τα Ν και από τη βόρεια άκρη του ιρανικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Δυτικό Σιβηρικό Βαθύπεδο — Γεωγραφική περιοχή της Ρωσίας, που οροθετείται από τα Ουράλια όρη, τα υψώματα του Καζακστάν, τον ρου του ποταμού Γενισέι και το άνοιγμα προς τη θάλασσα του Κάρα. Βλ. λ. Ρωσία …   Dictionary of Greek

  • νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ληλάντιο πεδίο — Βαθύπεδο της Εύβοιας. Έχει μήκος περίπου 8 χλμ. και εκτείνεται μεταξύ Χαλκίδας και Ερέτριας. Είναι πολύ εύφορο, κυρίως στο τμήμα Δ του ποταμού Λήλαντα που ονομάζεται Αμπέλια και περιλαμβάνει αμπέλια, ελιές και χωράφια για την καλλιέργεια… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»